Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΜΙΚΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ FACEBOOK 572

27/4/2024
Αποδήμησε και ο Τηλέμαχος Ζαγρέας, με τον οποίο είχαμε κάνει κάτι φοβερές κουβέντες, δια ζώσης, μέσα στα χρόνια. Τελευταία φορά μιλήσαμε τον Δεκέμβρη, με αφορμή και το νέο δίσκο του. Μοναδική περίπτωση. Δεν υπήρξε άλλος σαν κι αυτόν. Αιωνία η μνήμη του.
[Δείτε τα σχόλια οπωσδήποτε] 

27/4/2024
Ωραία εποχή. Κάτι σημαντικό συνέβαινε στο λαϊκό τραγούδι. Τώρα μόνο ξόμπλια... και παραγωγή μηδέν. 

26/4/2023
«Στην καρδιά σου βάλαν φρένα / το μυαλό σου παίρνει βύσμα / για χιλιάδες σαν εσένα / θα αρκέσει μία μπρίζα»
«Ποτέ ξανά πολιτική, και δεν σας κάνω πλάκα / τη βρίσκω λίαν σπαστική του Λένιν τη μουτράκλα / δεν θέλει κράτος η καρδιά, μήτε χαρτιά και νόμους / κι η παγωμένη μου στριγγιά, γυρνά στους υπονόμους»
«Τι να τα κάνω τα λεφτά / δεν είναι δα και σέξυ / σας ρίχνω όλους στην κλανιά / κι ο κώλος μου έχει φέξει»
«Κι αν μ’ έχουν κάνει φέτες / δεν φταίνε οι γυναίκες / πολλά τους δίνω δίκια / κι ας κάνουν καριολίκια»
«Παράτα τη δουλειά, παράτα τη τη σκρόφα / Και κοίτα πώς εσύ θ’ αποφασίζεις πρώτα / Χιλιάδες σουπερμάρκετ γεμάτα πράματα / Γιατί δεν τα βουτάμε για τα γεράματα;»

[Νικόλας Άσιμος]
Μερικά λόγια του, απ’ αυτά που δεν τα ξέρουν οι πολλοί... 

25/4/2024
Για τον σκηνοθέτη Κωστή Ζώη, που έφυγε σήμερα από τη ζωή δεν θα βρείτε πολλά άρθρα στο δίκτυο, που να έχουν κάτι να πουν... Το κείμενο εδώ μπορεί να έγινε με αφορμή ένα "σαν σήμερα" για την Υβόν Σανσόν, αλλά βασικά είναι ένα κείμενο για τον Κωστή Ζώη...
https://www.lifo.gr/san-simera/simera-symplironontai-20-hronia-apo-ton-thanato-tis-ithopoioy-ybon-sanson

25/4/2024
Αν υπάρχει κάτι που να ξεπερνά, τώρα, τα όρια του γελοίου αυτό έχει να κάνει με την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Ποτέ δεν θυμάμαι χειρότερα τα πράγματα. Αυτό που εγώ εισπράττω είναι μια βαθιά απογοήτευση από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στο ψευδοκράτος που ζούμε, όπως και από το πολιτικό σύστημα γενικότερα, που εμφανίζεται στη συντριπτική πλειονότητά του υπόλογο σε ξένα συμφέροντα (ευρωατλαντικά κ.λπ.). Δεν ξέρω αν η αποχή, που θα ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στις παντελώς αδιάφορες έως αστείες ευρωεκλογές, μπορεί ελαφρώς να τους ταρακουνήσει, αλλά και αυτό να συμβεί δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, επειδή το πολιτικό προσωπικό της χώρας ποτέ δεν ήταν γελοιοδέστερο (δείτε απλώς τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν κάθε μέρα στα πρωτοσέλιδα, τι λένε και τι κάνουν). Και εφεδρείες δεν υπάρχουν. Και αν υπάρξουν θα είναι ακόμη χειρότερες. Η χώρα εν τω μεταξύ πάει κατά διαόλου. Όλα τα νούμερα δείχνουν βαθιά κρίση, ενώ κι εκείνα που λένε ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλά υπόκεινται σ’ ένα σωρό παραδοχές –αν δεν είναι διαβλητά από τη γέννα τους–, μη έχοντας καμία σχέση με το πώς βιώνεται η καθημερινότητα από τους πολλούς. Αηδία και σιχαμάρα μόνο, για τους... πατεράδες και τις μανάδες του έθνους.

25/4/2024
Αθάνατος Γιάννης Σπάθας! Τιμή μου, όταν κάποτε του έσφιξα το χέρι και μιλήσαμε, κάπου στα Εξάρχεια. Πάντα τέτοια ήθελε να παίζει ο Σπάθας κι εδώ, σ’ αυτό το δίσκο, του δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία. Τι πενιές είναι αυτές που ρίχνει στη Βάβω ρε φίλε!
24/4/2024
Και το καμάκι στη Ρόδο, στο προηγούμενο ποστ, και αυτό, πέφτουν μπροστά μου ψάχνοντας σε βιβλία και περιοδικά, για άσχετα θέματα. Αυτό είναι από βιβλίο... 

24/4/2024
Ροδίτες κάνουν καμάκι σε Σουηδέζες μέσα σε δισκάδικο, τέτοια εποχή, 50 χρόνια πριν. Στον τοίχο φαίνονται και οι δίσκοι...
Τζένη Βάνου, Μαρινέλλα, Δούκισσα, Ρίτα Σακελλαρίου, Μητσάκης "Μονά-Ζυγά", Φίλιππας Νικολάου "Μεγιεμελέ" και άλλα τινά...

23/4/2024
Πάει και ο σκυλάς... Θεός σχωρέστον...

23/4/2024
Μεγάλος τραγουδοποιός, υποτιμημένος στην Ελλάδα. Neil Diamond…
https://www.youtube.com/watch?v=Jd90X1PwD24

23/4/2024
Παγκόσμια μέρα του βιβλίου, λέει, σήμερα; Καλά πες τους...

22/4/2024
Δύσκολο να πεις αν ήταν τιμή γι’ αυτό τον άνθρωπο που συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι ή τιμή για τον Χατζιδάκι, που συνεργάστηκε μ’ αυτόν...
https://www.youtube.com/watch?v=XYnU9j968v4

20/4/2024
Χθες έφυγε από τη ζωή ο Άγγελος Κουτσούκης, που συνεργαζόμασταν όταν ήμασταν αυτός στην Lyra κι εγώ στο Jazz & Τζαζ (μιλούσαμε και στο τηλέφωνο τότε, ενώ ήμασταν και φίλοι εδώ μέσα).
Σήμερα έμαθα και για το θάνατο του Αλέξανδρου Πέρρου, του ροκεντρολά και ροκαμπιλά και πολλά άλλα, από τη Θεσσαλονίκη. Τον Πέρρο τον είχα πρωτοδεί στα μέσα των 80s, σαπόρτ ή μαζί με τους Blues Gang ή Blues Wire τότε, τον εκτιμούσα πάντα σαν μουσικό και ήμασταν επίσης φίλοι εδώ.
Τι να πεις; Δύο άνθρωποι μέσης ηλικίας, στις ηλικίες μας δηλαδή, να φεύγουν έτσι... μπαμ και κάτω. Πολύ λυπηρό.

20/4/2024
>>Οι άντρες πλήττονται εξίσου από την πατριαρχία. Τους απαγορεύει να αποτύχουν σε κάτι, να είναι ευαίσθητοι, να μιλήσουν για θέματα ψυχικής υγείας<<
[Μαίρη Συνατσάκη]
Κανείς δεν μας εμπόδισε να αποτύχουμε στη ζωή μας (και είναι κάμποσοι που μας λένε “μπράβο” γι’ αυτό), και ευαίσθητοι είμαστε φυσικά, και δακρύζουμε, και μιλάμε για τα θέματα της ψυχικής υγείας μας με τον ψυχολόγο μας... Λευτέρη Μυτιληναίο. Οπότε προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;
https://www.youtube.com/watch?v=cRqkMzS0AcA

οι απίστευτες περιπέτειες της ταινίας “Jesus Christ Superstar” στην Αθήνα του 1974, τέτοιες μέρες πριν από 50 χρόνια – τα βέτο της Εκκλησίας και μια παραπαίουσα πολιτεία, που τελικά θα έπαιρνε, έστω και όπως-όπως, τη σωστή απόφαση

Δεν ξέρω πόσοι και πόσες μπορεί να θυμούνται, σήμερα, τον δανό σκηνοθέτη Jens Jørgen Thorsen (1932-2000). Ο Thorsen είχε κάνει μια διάσημη ταινία στα σέβεντις, την “Stille dage i Clichy” (1970), που βασικά ήταν η μεταφορά στην οθόνη του ερωτογραφήματος του Henry MillerQuiet Days in Clichy” (το βιβλίο είχε τυπωθεί για πρώτη φορά στο Παρίσι, το 1956), με τον αμερικανό συγγραφέα να συνεργάζεται και στη σεναριακή διασκευή.
Την ταινία τού Thorsen την είχα δει κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, αργά, μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, στην κρατική τηλεόραση και ήταν αυτός ο λόγος ώστε να αναζητήσω κατόπιν το σχετικό σάουντρακ, στην αμερικάνικη εταιρεία Vanguard, στο οποίο συμμετείχαν ο Country Joe McDonald(!) και ακόμη ο δανός ακορντεονίστας Andy Sundström, το πολύ καλό δανικό ροκ γκρουπ Young Flowers, η επίσης δανική dixieland-revival τζαζ ορχήστρα Papa Bues Viking Jazz Band και τέλος ο άσσος αμερικανός τενόρο σαξοφωνίστας Ben Webster.
Η ταινία τού Thorsen είχε πάρει άδεια από τη λογοκρισία και είχε προβληθεί στην Ελλάδα στη αρχή της Μεταπολίτευσης, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1975, ως «Ήσυχες μέρες στο Κλισύ» (λογικά θα υπήρχαν περικοπές), με τις διαφημιστικές καταχωρίσεις να γράφουν, τότε, για τον «πρύτανι της ερωτικής λογοτεχνίας Χένρυ Μίλλερ» και για το «τολμηρό αριστούργημα» του... ιδιοφυούς δανού σκηνοθέτη. 
Ήταν η εποχή όπου ο δανικός κινηματογράφος είχε τη φήμη του πιο απελευθερωμένου, ερωτικά, στην Ευρώπη, και αυτή η φήμη είχε περάσει και στην Ελλάδα, τόσο στο επίπεδο των τολμηρών περιοδικών «για άντρες», όσο βεβαίως και στις ανάλογες ταινίες – με το βιβλίο του
Henry Miller να κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη χώρα μας έντεκα χρόνια αργότερα, ως «Ήρεμες μέρες στο Κλισύ» [Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1986], όταν ο Jens Jørgen Thorsen ήταν πλέον ξεχασμένος.
Το 1973, μετά δηλαδή από την ταινία “Stille dage i Clichy” (που ήταν παραγωγής 1970, το ξαναλέω), αλλά πριν από την προβολή της στην Ελλάδα, ο άγνωστος ακόμη για τα δικά μας δεδομένα δανός σκηνοθέτης είχε απασχολήσει έντονα τον διεθνή Τύπο και κατ’ επέκταση τον εγχώριο.
Ο Thorsen σκόπευε να γυρίσει ταινία με θέμα την ερωτική ζωή του Ιησού Χριστού, προκαλώντας πανευρωπαϊκή αναταραχή. Όπως μαθαίνουμε από ένα δίστηλο της εφημερίδας «Μακεδονία» της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 (σχεδόν δύο μήνες πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου):
«Διαβάζουμε αυτές τις μέρες όσα γράφονται στον ξένο Τύπο για τον θόρυβο που επροκάλεσε μια καινούργια ταινία ή μάλλον το σενάριο της νέας κινηματογραφικής ταινίας του Δανέζου κινηματογραφιστού Γιενς Γιαίργκεν Τόρσεν. Το θέμα που διάλεξε ο Τόρσεν για την ταινία του, που φέρει, φαίνεται, αρκετά αισθητή την σφραγίδα μιας κάποιας πορνογραφίας –αυτό είναι το σκάνδαλο– είναι, φρίξον Ήλιε, η... “ερωτική ζωή του Ιησού Χριστού”! Την ταινία του “γύρω από τους έρωτες του Χριστού” ο Δανός σκηνοθέτης είχε την πρόθεσι να τη γυρίση στην Γαλλία, αλλά προσέκρουσε στην άρνησι του γενικού διεθυντού τού γαλλικού κινηματογράφου κ. Αντρέ Αστού. “Η άρνησις αυτή” εδήλωσε ο φοβερός και τρομερός σκηνοθέτης (βλέπε παρισινή “Μοντ” της πρώτης Σεπτεμβρίου 1973, σελ.13) “είναι αντίθετη προς τις παραδόσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει δεν καταθέτω τα όπλα! Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος και η Γαλλία μικρή. Μπορώ άριστα να γυρίσω την ταινία μου αλλού”. Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο πού θα μπορέση να γυρισθή η ταινία, για την “ερωτική ζωή του Χριστού”, αλλά πού θα μπορέση να προβληθή! Ήδη έγινε πρόξενος μια οξυτάτης διαμάχης μεταξύ της δανικής κυβερνήσεως και της καθολικής εκκλησίας».
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Συνεχίζουμε από το δίστηλο της «Μακεδονίας»:
«Σε όλον τον κόσμο οι καθολικοί θεωρούν ήδη, πριν αρχίσει το γύρισμα της ασέβαστης όπως την θεωρούν και την χαρακτηρίζουν ταινίας, ως σκάνδαλο το ότι η δανική κυβέρνησις εχορήγησε πίστωσι 450 χιλιάδων σημερινών γαλλικών φράγκων για την παραγωγή της. Παρ’ όλο τον θόρυβο που δημιουργεί γύρω από το γύρισμα της ταινίας το Βατικανό, η πίστωσις δεν πρόκειται να ανακληθή αν οι παραγωγοί υποβάλουν στις αρμόδιες δανέζικες υπηρεσίες, μέχρι της 26ης τρέχοντος μηνός, ένα σχέδιο σχετικό με το γύρισμα. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Δανικού Κινηματογράφου κ. Λέιφ Φάιλμπεργκ, προέβη στις 30 Αυγούστου στην ακόλουθη δήλωσι: “Πρόκειται περί μιας ταινίας καθ’ όλα αξίας της οικονομικής αυτής βοήθειας. Εμμένουμε σ’ αυτή την άποψι”».
Όμως και εντός της δανικής κυβέρνησης είχαν υπάρξει αντιδράσεις. Δώστε προσοχή και εδώ:
«Το ζήτημα αυτό, που προκαλεί πολλές αντιδράσεις στον κόσμο, προκάλεσε μια διαμάχη και μέσα σ’ αυτούς τους κόλπους της δανικής κυβερνήσεως. Δυο φορές –την μία στις 29 και την άλλη στις 30 Αυγούστου– επενέβη στη συζήτησι ο Δανός υπουργός πολιτιστικών ζητημάτων κ. Νιλς Ματίασεν, μη φεισθείς της καθολικής εκκλησίας. “Δια μέσου της ιστορίας η καθολική εκκλησία δείχθηκε τρομερά αντιδραστική. Δεν αισθάνομαι καμμιά συμπάθεια για τους ιερείς αυτής της εκκλησίας, που διαμαρτύρονται κατά της λωρίδος αυτής της αθώας σελιλόιντ βλέποντας το κάρφος του αχύρου, που υπάρχει στο μάτι των άλλων, ενώ δεν βλέπουν το παλούκι που υπάρχει στο δικό τους”. Δεν συμμερίζεται όμως αυτή την άποψι η Δανέζα υπουργός των θρησκευμάτων κ. Μπένεσεν, που προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις σε μια καθημερινή εφημερίδα της Κοπεγχάγης: “Κατά τη γνώμη μου ο κ. Ματίασεν έχει άδικο, χαρακτηρίζοντας την καθολική εκκλησία ως αντιδραστική. Όσο ξέρω εγώ τουλάχιστον η εκκλησία αυτή είναι μάλλον επαναστατική, στην Λατινική Αμερική επί παραδείγματι”. Ας σημειωθεί (σ.σ. διαβάζουμε πάντα στην “Μακεδονία”) ότι εναντίον της πρεσβείας της Δανίας στη Ρώμη καθολικοί διαδηλωτές έριξαν κοκτέηλ μολότωφ εις ένδειξιν διαμαρτυρίας για το γύρισμα της τολμηρής ταινίας. Φαντασθήτε τι έχει να γίνει, όταν θα προβληθή».
Κάποια στιγμή η είδηση περί της πρόθεσης και μόνον γυρίσματος της συγκεκριμένης ταινίας, από τον δανό σκηνοθέτη, θα έφθανε και στα αυτιά τού τότε μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου (Καντιώτη), γνωστού για τις εμπρηστικές δηλώσεις και τις ανάλογες παρεμβάσεις του όχι μόνο στον εκκλησιαστικό και πολιτικό Τύπο, μα και σε θρησκευτικές συναθροίσεις, ο οποίος, στις 3 Νοεμβρίου 1973, θα μοίραζε στις εφημερίδες την εξής ανακοίνωση:
«Εδημοσιεύθη είδησις ότι κινηματογράφος τις των Αθηνών προαναγγέλλει την προβολήν ταινίας υπό τον τίτλον “Η ερωτική ζωή του Ιησού”.(...) Και μόνον η είδησις(...) προκαλεί φρίκην. Ταινία διακωμωδούσα την ιδιωτικήν και δημόσιαν ζωήν υψηλών προσώπων και αρχηγών ξένων κρατών απαγορεύεται. Και πώς θα προβληθή εν Ελλάδι ταινία διακωμωδούσα κατά τον αισχρότερον τρόπον Εκείνον, ενώπιον του οποίου πάσα ανθρωπίνη αρετή εκμηδενίζεται; Αλλ’ εάν, παρ’ ελπίδα, δι’ έλλειψιν εκκλησιαστικής αντιστάσεως και αδράνειαν των αρμοδίων κρατικών οργάνων, αδίστακτοι έμποροι, κατερχόμενοι στο ναδίρ της καταπτώσεώς τους, τολμήσουν εις ελληνικούς κινηματογράφους να προβάλλουν ταινίας αι οποίαι διακωμωδούν τον Κύριον Ημών Ιησούν Χριστόν, τότε δηλούμεν ότι ο ευσεβής λαός της πρωτευούσης και των επαρχιών, έχων επικεφαλής επισκόπους και πρεσβυτέρους, θα αναλάβη πλέον αυτός την υπεράσπισιν των οσίων και ιερών και δια παντός νομίμου και κανονικού τρόπου θα εκδηλώση την ιεράν αγανάκτησίν του και δεν θα επιτρέψη το όνομα του Ιησού, το υπέρ παν όνομα, να βεβηλώνεται από τους ελεεινούς αντιπροσώπους της 7ης τέχνης».
Μάλιστα με νέα ανακοίνωσή του λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1973, ο Καντιώτης θα ξεσπάθωνε και πάλι λέγοντας πως «η έκλυσις των ηθών λαμβάνει κατακλυσμιαίας διαστάσεις εις την πατρίδαν μας, μέχρι του σημείου να αποτολμάται η εισαγωγή και προβολή αισχροτάτων ταινιών ως “Ο Χριστός σούπερ σταρ” και “Η ερωτική ζωή του Χριστού”». Και ήταν τότε, όταν ο συγκεκριμένος ιεράρχης θα έβαζε για πρώτη φορά στο κάδρο και την ταινία
“Jesus Christ Superstar”.
 
Η συνέχεια εδώ...
https://www.lifo.gr/culture/cinema/oi-apisteytes-peripeteies-tis-tainias-jesus-christ-superstar-stin-athina-toy-1974

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

IRON BLANKET σκληρή στόνερ μπάντα από το Σίδνεϋ, σε ελληνική εκτύπωση

Σκληρή, στονεράδικη μπάντα από το Σίδνεϋ, που κινείται λίγο πριν από τα όρια του μετάλλου, οι Iron Blanket έχουν τώρα ένα LP σε κυκλοφορία, που αποκαλείται Astral Wanderer (2024) και που τυπώνεται ως συνεργασία της βρετανικής Copper Feast Records και της ελληνικής Sound Effect Records.
Η Αυστραλία έχει δυνατή σκληρή, stoner και math σκηνή και εδώ στο blog έχουμε αναφερθεί, κατά καιρούς, σε διάφορα τέτοια συγκροτήματα, όπως είναι οι Mushroom Giant, οι Nerve, οι Captain Kickarse and The Awesomes, οι Mish κ.λπ. Ένα τέτοιο συγκρότημα είναι και οι Iron Blanket, μέλη των οποίων είναι οι Johann Ingemar φωνή, Mark Lonsdale κιθάρες, Tom Withford κιθάρες, Charles Eggleston μπάσο και Nick Matthews ντραμς.
Με διπλές κιθάρες λοιπόν, με πολύ ανεβασμένο rhythm section και μ’ έναν τραγουδιστή που αποδίδει σε high-pitched περιοχές, οι Iron Blanket κατορθώνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον μας κατ’ αρχάς με το 9λεπτο “Kookaburra nightmare”, στο οποίο χρησιμοποιούν και διάφορα εφφέ, μαζί με σκληροπυρηνικό distortion, δημιουργώντας «χεντριξοειδείς» hazy και spacey καταστάσεις, έπειτα με τα 4λεπτα-5λεπτα “Astral wanderer”, “Iron blanket” και “Visions of the end”, με την... ακατάσχετη riff-ολογία τους, τα σύντομα αλλά φοβερά σόλο στην lead κιθάρα, με την ταυτόχρονη επέλαση της ρυθμικής, και με την πάντα διαπεραστική φωνή του Ingemar να σου τρυπάει το κρανίο, πριν ολοκληρώσουν με το 8λεπτο και βαρέων-βαρών “Tongue of time”, σπάζοντας καρδιές.
Χωρίς αμφιβολία οι... απελευθερωμένοι «χαρντροκάδες» θα βρουν εδώ κάτι που θα τους ταιριάζει.
Επαφή: www.soundeffect-records.gr

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

CHET BAKER & JACK SHELDON το χαμένο άλμπουμ

Ένα ανέκδοτο στούντιο άλμπουμ (έκδοση σε CD, όπως και σε αναλογικό audiophile βινύλιο 180 γραμμαρίων) του μέγιστου τρομπετίστα και τραγουδιστή της τζαζ Chet Baker (1929-1988) –εδώ μαζί με τον συνοδοιπόρο του, επίσης τρομπετίστα και τραγουδιστή Jack Sheldon (1931-2019)–, είναι από τη φύση του κάτι πολύ σημαντικό. Ιδίως αν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα σέσιον της κλάσης του In Perfect Harmony [Jazz Detective / Deep Digs Music Group / Elemental Music, 2024] (ηχογράφηση στο United Audio, στην πόλη Tustin της Καλιφόρνιας, το 1972), στο οποίο ακούγονται, πλην των προαναφερομένων και οι Jack Marshall κιθάρα, Dave Frishberg πιάνο, Joe Mondragon μπάσο και Nick Ceroli ντραμς.
Baker
και Sheldon συνεργάζονταν από τα σίξτις ήδη και οπωσδήποτε αυτή η συνύπαρξή τους από το 1972 έχει το νόημά της, επειδή αμφότεροι δημιουργούν ένα άλμπουμ κάπως light, και βασικά τραγουδιστικό, οι απαιτήσεις του οποίου έχουν να κάνουν με τη χαρά και την εκτόνωση. Κάτι σημαντικό από μόνο του, φυσικά, αφού η ελαφρότητα και το easy listening δεν ήταν ποτέ αποκομμένα από την τζαζ της διασκέδασης.
Έντεκα tracks καταγράφονται στο “In Perfect Harmony”, δηλαδή δέκα τραγούδια και ένα ορχηστρικό (το “Once I loved” του A.C. Jobim) ακριβώς στη μέση του track list, στη θέση 6. Το υπόλοιπο υλικό; Στάνταρντ βασικά, μια σύνθεση του Sheldon και ακόμη μια έκπληξη, ίσως – η εκτέλεση στο κλασικό και πάντα υπέροχο “Historia de un amor” του Carlos Eleta Almarán (από τον Sheldon).
Βασικά οι ερμηνευτές εναλλάσσονται. Ξεκινά ο Baker στο “This cant be love” (των Rodgers & Hart), για να συνεχίσει ο Sheldon στο “Just friends” (Klenner-Lewis), μετά o Baker στη σύνθεση τού SheldonToo blue”, πιο μετά o Sheldon στο “But not for me” (των Gershwins) κ.ο.κ.
Τα κομμάτια έχουν μεγάλη χάρη, τα παιξίματα από τα δύο βασικά πνευστά και σολιστικά όργανα είναι φορτισμένα συναισθηματικώς (εξαιτίας και του ρεπερτορίου βεβαίως), με τα υπόλοιπα τέσσερα όργανα (πιάνο, κιθάρα, μπάσο, ντραμς) να ακούγονται, εν πολλοίς, σαν rhythm section.
Ένα απλό, όμορφο και περίτεχνο light jazz άλμπουμ είναι το “In Perfect Harmony”, που έχει τον τρόπο να σε παρασύρει και να σε κατακτά, εν τέλει, με τις ερμηνείες και τα παιξίματα τόσο του Chet Baker, όσο και του Jack Sheldon.

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

MAGICK BROTHER & MYSTIC SISTER το πρώτο μέρος του tarot

Ισπανοί (Καταλανοί) από την Βαρκελώνη, οι Magick Brother & Mystic Sister μας παραδίδουν τώρα το δεύτερο ελληνικό LP τους, για λογαριασμό της Sound Effect Records, που τιτλοφορείται Tarot Part 1” (2024).
Ήδη από την ονομασία του γκρουπ, και βεβαίως από τον τίτλο του άλμπουμ, πολλά πράγματα μπαίνουν από την αρχή στη θέση τους. Υπάρχει λοιπόν το πρώτο LP των Gong από το 1969, το “Magick Brother”, όπως και το κομμάτι “Mystic sister-magick brother” (από τον ίδιο δίσκο), και βεβαίως υπάρχει το Tarot, οι κάρτες Tarot, που έχουν επηρεάσει διάφορα σχήματα και μουσικούς του rock μέσα στα χρόνια (να θυμηθούμε μόνο το άλμπουμ “Tarot” του Walter Wegmüller, από το 1973). Χοντρικά, δε, θα έλεγα πως επιρροές από Gong και Walter Wegmüller υπάρχουν κι εδώ, στο “Tarot Part 1” των Καταλανών (αν και πιο πολύ από τους πρώτους), καθώς ο δίσκος κινείται σ’ αυτούς τους χώρους των μεταιχμίων του folk-progressive-space rock.
Η ισπανική μπάντα αποτελείται, βασικά, από τρία μέλη, τον Xavi Sandoval μπάσο, κιθάρες, μαντολίνο, την Eva Muntada πιάνο, σύνθια, όργανο, μέλοτρον, φωνή και τον Alejandro Carmona ντραμς, αλλά υπάρχουν και βοήθειες σε φωνές (Dominic ODair, Maddy Gray, Glenn Brigman), σιτάρ (Tony Jagwar), κρουστά (Didac Ruiz) και φλάουτο (Maya Fernandez).
Βασικά με τραγούδια και spoken words έχουμε να κάνουμε εδώ, που είναι έντεκα στον αριθμό (πέντε στην πρώτη πλευρά και έξι στην δεύτερη) και τα οποία αριθμούνται από το νούμερο 0 (“The fool”) έως το νούμερο 10 (“Wheel of fortune”). Αυτή ακριβώς η αρίθμηση, που ξεκινάει από το 0, σχετίζεται με τις κάρτες Tarot και βασικά μ’ εκείνες που αποκαλούνται Major Arcana – τα 22 αριθμημένα φύλλα, από το 0 έως το 21. Υποθέτω λοιπόν πως και το “Tarot Part 2”, που θα κυκλοφορήσει κάποια στιγμή στο μέλλον, θα αποτελείται από τα υπόλοιπα έντεκα tracks (από το 11 έως το 21). Επίσης να πω πως υπήρχε και αμερικανικό συγκρότημα με την ονομασία Major Arcana στα σέβεντις, που θα μπορούσε, και αυτό, να θεωρηθεί ως επιρροή για τους Magick Brother & Mystic Sister.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου και ακούγοντας, συγχρόνως, το “Tarot Part 1”, δεν γίνεται να μην παραδεχθείς την ικανότητα των Καταλανών να κινούνται σ’ αυτούς ακριβώς τους χώρους των μεταιχμίων, που περιέγραψα ανωτέρω, κα που χοντρικά θα μπορούσες να τους συναντήσεις σε σχήματα από τους Gong, που προαναφέρθηκαν, έως τους Brainticket. Και είναι τα ωραιότερα tracks των Magick Brother & Mystic Sister, όπως αυτά αρχίζουν να εξελίσσονται μετά από το “The emperor”, το τελευταίο track της πρώτης πλευράς, και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεύτερης, με τις κομματάρες “The hierophant”, “The chariot”, “The justice” και “Wheel of fortune”, που σου δημιουργούν, σαν ακροατή, όλα εκείνα τα αγαπημένα vibes από το χθες του ευρύτερου cosmic rock, μ’ έναν φυσικό και εν τέλει άψογο αισθητικώς τρόπο.
Επαφή: www.soundeffect-records.gr

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

MAL WALDRON & STEVE LACY ζωντανοί στην Αμβέρσα

Το The Mighty Warriors / Live in Antwerp [Elemental Music, 2024] είναι ένα ακόμη άλμπουμ (διπλό LP και διπλό CD) με ηχογραφήσεις, ενός first class κουαρτέτου του οποίου ηγούνται δύο θρυλικές μορφές της τζαζ, ο πιανίστας Mal Waldron (1925-2002) και ο μάστερ του σοπράνο σαξοφώνου Steve Lacy (1934-2004). To live αυτό, που συνέβη στο De Singel Arts Center, στην Αμβέρσα του Βελγίου, στις 30 Σεπτεμβρίου 1995, είναι ανέκδοτο φυσικά, βρίσκοντας τους Waldron και Lacy σε φάση κουαρτέτουσχήμα, που το ολοκληρώνουν οι Reggie Workman μπάσο και Andrew Cyrille ντραμς. Οι φίλοι της τζαζ αντιλαμβάνονται, από την αναφορά των ονομάτων και μόνο, πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σούπερ γκρουπ, με τέσσερις μουσικούς πολύ μεγάλης κλάσης, έτοιμους να προτείνουν ένα ρεπερτόριο αντάξιο της ιστορίας τους.
Κατ’ αρχάς να πούμε πως οι Waldron και Lacy, που τους ένωναν πολλά γύρω από την αισθητική της τζαζ, συνεργάζονταν από το τέλος της δεκαετίας του ’50. Λέμε για το άλμπουμ “Steve Lacy Plays Thelonious Monk” [New Jazz, 1959], το οποίο φέρει εις πέρας το κουαρτέτο του Lacy, με τον Waldron στη θέση του πιανίστα. Φυσικά, μέσα στις δεκαετίες οι συνεργασίες των δύο υπήρξαν πάμπολλες και σίγουρα υπάρχουν καμιά 25αριά άλμπουμ, που μπορείς να τους ακούσεις μαζί. Ιδίως στη δεκαετία του ’90, όταν συνευρίσκονταν τακτικά, τους συναντάς και σε φάση ντούο, και σε τρίο, και σε κουαρτέτα.
Τους Waldron και Lacy, τους οποίους είχαμε δει και στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια, τους ένωναν πολλά, αλλά κυρίως η αγάπη τους για τις μουσικές του Monk. Και μάλλον δεν θα υπήρξε ποτέ περίπτωση να τους ακούσεις, οπουδήποτε, χωρίς να διασκευάζουν κάτι δικό του. Ο Monk, χοντρικά, ήταν εκείνος που θα καθόριζε την αισθητική τους, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τόσο ο Waldron, όσο και ο Lacy δεν ακολούθησαν τους δικούς τους δρόμους στην πορεία, αφού ο πρώτος, ένας τελείως «ανοιχτός» πιανίστας, θα συνεργαζόταν ακόμη και με ροκ συγκροτήματα, ενώ ο δεύτερος θα ένωνε τη δημιουργική τζαζ, με την ποίηση, το χορό κ.λπ. Όπως γράφει ο ντράμερ Andrew Cyrille σ’ ένα από τα κείμενα του booklet, από αφήγησή του τον Ιούλιο του ’23:
«Ο Mal ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική του Thelonious Monk και για τον τρόπο, που έπαιζε πιάνο ο Monk. Ο Monk ήταν stride πιανίστας, για να το πω έτσι (σ.σ. με δυνατό αριστερό χέρι, στυλ διαμορφωμένο μέσα στην περίοδο του ragtime), ερχόμενος από τη μεγάλη σχετική παράδοση. Δεν άκουσα ποτέ τον Mal να παίζει stride πιάνο, αλλά φαντάζομαι πως κάποια τέτοια στοιχεία υπήρχαν στο παίξιμό του. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Mal είπα μέσα μου πως ίσως δεν θα έχει τόσο ενδιαφέρον να παίξω μαζί του, επειδή τα περισσότερα από τα μοτίβα που χρησιμοποιούσε, ενώ ήταν άψογα μελωδικά, ήταν από ρυθμικής πλευράς κάπως επαναλαμβανόμενα, με αποτέλεσμα, μερικές φορές να κατατείνουν σε συγκεκριμένα θέματα, κατά τη διάρκεια του αυτοσχεδιασμού. Είχα δουλέψει με τέτοιους πιανίστες, όπως τον Cecil Taylor και τον Muhal Richard Abrams, που διέφεραν όμως στο παίξιμό τους από τον Mal. Το ενδιαφέρον μου σε σχέση με τον Mal δημιουργήθηκε, μόνο όταν άρχισα να δουλεύω μαζί του, καθώς όσα έκανε με το πιάνο του ηχούσαν ενδιαφέροντα και προκλητικά για μένα. Ήμουν χαρούμενος, όταν ξεκίνησα να παίζουμε. Σαν μουσικός ήξερε πάντα τι ήθελε και ήταν πολύ συγκεντρωμένος, κάθε φορά, ώστε να το πάρει. Και αν έκανα κάτι που δεν ταίριαζε, με αυτό που είχε στο μυαλό του, ήταν πάντα εκεί για να μου το πει.(...) Δεν είχα παίξει ποτέ με τον Steve Lacy, μέχρι να μας βάλει να συνεργαστούμε ο Mal. Και ο Steve, επίσης, ήταν θιασώτης του Monk. Πραγματικά, λάτρευε τη μουσική του! Έτσι, αυτοί οι δύο (ο Mal και ο Steve) είχαν κάτι κοινό. Δεν είχα ακούσει τότε τον Steve, αν και έπαιζε με τον Cecil Taylor (σ.σ. δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50), όμως ήξερα γι’ αυτόν. Αργότερα βέβαια τον είδα σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Ο Mal μας έφερε μαζί. Με τον Reggie Workman συνεργαζόμαστε για πάνω από 35 χρόνια. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μπασίστες, που έχω γνωρίσει. Ο Reggie είναι βαθιά στοχαστικός, σπουδαίος συνθέτης και μεγάλος μπασίστας. Η μουσική του δεν έχει καμία σχέση με αυτήν του Mal, αλλά αν του ζητήσεις να παίξει μια συγκεκριμένη μουσική, θα το κάνει με τον πιο φυσικό τρόπο».
Το πόσο μεγάλος μπασίστας είναι ο Reggie Workman το διαπιστώνεις από το πρώτο κιόλας track του 2CD, το 17λεπτο “What it is” του Waldron, εκεί όπου τον απολαμβάνεις σε καθαρό εκτεταμένο σόλο (χωρίς δοξάρι), ακολουθούμενο από ένα επίσης δυναμικό σόλο στα ντραμς από τον Cyrille. Φυσικά, όταν παίζουν και οι τέσσερις μαζί, με τον Lacy μπροστά και με τον Waldron ρυθμικά, ή οι τρεις τους (με τον Lacy απλώς ν’ ακούει) η δύναμη, ο παλμός και τα vibes που βγάζουν, σαν κουαρτέτο ή σαν τρίο, είναι ανυπολόγιστα – με τα ενδιάμεσα ενθουσιώδη χειροκροτήματα να αποτυπώνουν το πέρας κάθε μέρους. Φυσικά, ο Monk υπάρχει και εδώ (“Epistrophy”, “Monks dream”), όπως υπάρχει και ο Cecil Taylor στο καταιγιστικό 25λεπτο “Medley: Snake out / Variations on a theme by Cecil Taylor” (συνθέσεις του Waldron), που μετά από τη μέση του εξελίσσεται προς ένα σφόδρα συναισθηματικό, σχεδόν δραματικής έντασης πιανιστικό σόλο, πριν το τελικό ομαδικό, και σίγουρα, αποθεωτικό κλείσιμο.
Τρομερή η ηχογράφηση (τα audio tapes ήταν στην κατοχή του Patrick Wilen, γιού του σπουδαίου παριζιάνου σαξοφωνίστα Barney Wilen), σε μια ακόμη υψηλότατων στάνταρντ παραγωγή του Zev Feldman.

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

P. THOMAS ενθυμήματα μιας παλιάς ποπ

Vintage με τον τρόπο του είναι το άλμπουμ Souvenirs of a Past Life [Inner Ear Records, 2024] του έλληνα τραγουδοποιού P. Thomas – και όταν λέμε με τον τρόπο του το εννοούμε.
Ο P. Thomas δεν έκανε ένα ρετρό LP, με ήχους του χθες, για να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση πως όλα ήταν ωραία (ή άσχημα) κάποτε, πότε(;), και πως σήμερα είναι απλώς χειρότερα και ασχημότερα. Δεν πρόκειται περί αυτού. 
Το “Souvenirs of a Past Life” δανείζεται κάποια electro ηχητικά μοτίβα από το χθες, για να περιγράψει ένα αστικό σήμερα, κάπως σαν σάουντρακ μιας ταινίας που εξελίσσεται σε μια σύγχρονη απροσάρμοστη πόλη, στα κλαμπ και τα μπαρ της, στα ημιφωτισμένα δωμάτια και τις σκοτεινές αλέες, διαποτισμένη από τους γρήγορους ρυθμούς, τη συναισθηματική υπερένταση, το υφέρπον άγχος και μια μυστηριώδη αχλή, που την διαπερνούν οι τρεμάμενες εκλάμψεις από επιγραφές νέον, και η οποία κάνει τα πρόσωπα να φαίνονται πιο ταπεινά, πιο καθημερινά, λιγότερο βασανισμένα και στο τέλος μια στάλα παραπάνω αισιόδοξα –για κείνο που τους περιμένει ή τους απομένει–, ξεκαθαρίζοντας τα αισθήματά τους ή αποκαλύπτοντας τον έρωτά τους.
Ένα τέτοιο patchwork αναμνήσεων, τοπίων και συναισθημάτων, που σχετίζονται με την πόλη, δεν θα μπορούσε να επενδυθεί καλύτερα παρά μόνο μ’ ένα κλασικό eighties electro, στιβαρό ρυθμικά και με μελωδίες απλές και επαναλαμβανόμενες, τοποθετημένες πάνω σε εξίσου απλά (αλλά δυναμικά) ρυθμικά μοτίβα, και με φωνές που να ακούγονται επεξεργασμένες, σαν να βγαίνουν όχι από κάποιο στόμα, αλλά από κάποια χαραμάδα της σκέψης ή της συνείδησης.
Το “Souvenirs of a Past Life” έχει, ευτυχώς, ένα μόνο ελληνόφωνο κομμάτι, το εισαγωγικό, καθώς όλα τα επόμενα αγγλόφωνα είναι εκείνα, που δείχνουν το ταλέντο του P. Thomas στην κατανόηση του eighties electro και του τρόπου λειτουργίας της αγγλικής γλώσσας, ως φορέα των συγκεκριμένων μηνυμάτων.
Όλα τα τραγούδια (και ορχηστρικά) του P. Thomas έχουν ενδιαφέρον, με το electro να κυριαρχεί φυσικά, με τις στρώσεις από πλήκτρα-σύνθια να τοποθετούνται και να αναπτύσσονται σωστά, με το spoken word (ακούμε έως και James Baldwin, σ’ ένα λόγο του περί πολιτικών αγώνων, δικαιωμάτων, παιδείας κ.λπ.) να είναι απολύτως λειτουργικό, με τους επιμέρους υπαινιγμούς από Tangerine Dream (στο “Souvenirs” π.χ.) να προσθέτουν σε θετικά vibes και με τις electro-punk αναφορές σε κομμάτια σαν τα “Streetwalker” και “A strange happenstance”, που έφερε στη μνήμη μου έως και πρώιμους Villa 21 (το ίδιο θα έλεγα και για το “A reminder”) να δυναμώνουν τα high-lights του δίσκου. Ενός δίσκου, που βασίζεται στο ισχυρό beat και στην αστείρευτη ενέργεια της παλιάς ποπ.
Επαφή: www.inner-ear.gr

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

ο NOAH HAIDU σε στάνταρντ, μαζί με δύο «ιερά τέρατα» του ρυθμού, τον κοντραμπασίστα Buster Williams και τον ντράμερ Billy Hart

Άσσος πιανίστας, με έφεση στα tributes –τούτο διαφαίνεται από τα άλμπουμ του Standards” (2023), “Slowly: Song for Keith Jarrett” (2021) και “Doctone” (2020) το αφιέρωμά του στον πιανίστα Kenny Kirkland– ο Noah Haidu έχει τώρα έτοιμο το δεύτερο μέρος των στάνταρντ, που αποκαλείται απλώς Standards II [Sunnyside Communications, 2024] και στο οποίο συνεργάζεται με δύο «ιερά τέρατα» του ρυθμού, τον κοντραμπασίστα Buster Williams και τον ντράμερ Billy Hart.
Όπως γράφει ο ίδιος ο Haidu στις σημειώσεις του digipak θα ήταν ο Hart εκείνος που θα τον ρωτούσε για το αν είχε αποφασίσει να προσεγγίζει μόνον «πειραματικούς πιανίστες», όπως επίσης και για το αν θεωρούσε τον εαυτό του avant πιανίστα, καταλήγοντας ο Haidu πως αυτές οι ερωτήσεις είχαν το δικό τους ενδιαφέρον, επειδή προέρχονταν από έναν ντράμερ, που είχε συμπράξει κατά κόρον με μουσικούς της προχωρημένης τζαζ. Απλώς να προσθέσουμε, εμείς, πως και το “Standards” (2023) ήταν ένα «τζαρετικό» CD και άρα οι απορίες του Hart είχαν ένα νόημα.
Τώρα, όμως, όλα διευκρινίζονται και επεξηγούνται από την αρχή, καθώς ο Haidu στο δεύτερο άλμπουμ του με στάνταρντ αποδεικνύει πως είναι ένας πιανίστας και διασκευαστής all around, που δεν εμμένει μόνο στις προχωρημένες μορφές των piano-trios και πως είναι έτοιμος να προτείνει ένα νέο απολαυστικό CD, με εντελώς λυρικά και λαϊκά χαρακτηριστικά, επιλέγοντας στάνταρντ με γνώμονα αυτό ακριβώς. Να παρουσιάσει, εννοούμε, και το άλλο, το κρυμμένο πρόσωπό του.
Έτσι, εδώ έχουμε versions συνθέσεων των Harold Arlen (“Over the rainbow”), George Gershwin (“Someone to watch over me”), Freddie Hubbard (“Up jumped spring”), Pedro Flores (“Obsesión”), Henry Mancini & John Mercer (“Days of wine and roses”), Turner Layton (“After you’ve gone”) και Duke Ellington [“I got it bad (And that ain’t good)”], οι οποίες διαθέτουν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.
Φλογερό «εσωτερικά» παίξιμο, με πολύ συναίσθημα, σε καθόλου cool φάση, με το χρόνο να κυλάει συνήθως αργά, καθότι και οι διάρκειες είναι γενικώς μεγάλες (από 6:04 έως 11:53), με τις μελωδικές γραμμές να εμφανίζονται γεμάτες και πλήρεις, χτίζοντας ενίοτε κι ένα νεορομαντικό κλίμα. Ειδικά στο κομμάτι των Gershwins, που είναι χάρμα ώτων, με συνοδεία από τον Hart κυρίως με βουρτσάκια, και με τον Williams να γεμίζει απέριττα με το μπάσο του, αλλά με τρόπο εκπληκτικό – ιδίως μετά την μέση, όταν οι νότες του βγαίνουν μπροστά, στο ίδιο επίπεδο με το πιάνο. Μαγικό και το latin-jazzObsesión” εκεί στη μέση, που σε παρασύρει σ’ ένα διαρκές λίκνισμα, όπως και το σουινγκάτο “After youve gone”, που τρέχει με χίλια, διαθέτοντας και σόλο ντραμς από τον Hart.
Άλμπουμ που το απολαμβάνεις από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτό του είναι το “Standards II” του Noah Haidu και των κορυφαίων συνεργατών του.
Επαφή: www.noahhaidu.com

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Οι ταινίες του Γιώργου Ζερβουλάκου «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», από το 1974. Είχαν έξοχες μουσικές και τραγούδια, γραμμένα από τον Λίνο Κόκοτο.

Είναι αρκετά τα δυνατά σάουντρακ σε παλαιές και ξεχασμένες ελληνικές ταινίες, που παραμένουν άγνωστα στο ευρύ κοινό, επειδή δεν δισκογραφήθηκαν – ή δισκογραφήθηκαν, κάποια ελάχιστα σε κάθε περίπτωση, κατόπιν εορτής, σε εκδόσεις περιορισμένων αντιτύπων, που προορίζονταν για τους συλλέκτες.  
Το θέμα με το σάουντρακ, γενικά, σχετίζεται με το γεγονός πως στην ολότητά του δεν είναι εύκολο να το παρακολουθήσεις κατά τη διάρκεια του φιλμ – για διαφόρους λόγους. Κατ’ αρχάς, γιατί η κυριαρχία της εικόνας είναι συνήθως τέτοια και τόση, επάνω του, με αποτέλεσμα να «μετακινείται» η μουσική σ’ ένα πιο πίσω επίπεδο. Έπειτα, γιατί διάφορα μέρη ενός σάουντρακ είναι «κρυμμένα» στην ταινία, σε χαμηλή ένταση, είτε γιατί ακούγονται κάτω από φωνές ή άλλους ήχους, είτε γιατί αποτυπώνονται συντομευμένα, επειδή ακολουθούν και αυτά τη διαδικασία του μοντάζ, για να μην αναφερθούμε σε περιπτώσεις (υπάρχουν τέτοιες και δεν είναι λίγες) όπου ένα μικρό ή και μεγαλύτερο μέρος μιας γραμμένης μουσικής μπορεί να απουσιάζει, παντελώς, από την ταινία.
Έτσι, η δισκογράφηση ενός σάουντρακ είναι ένας σχετικά ασφαλής τρόπος αποτύπωσης της μουσικής, που έχει γραφτεί για μια ταινία, εκείνος που θα αναδείξει την κινηματογραφική δουλειά του συνθέτη – η οποία, αυτοδύναμη ή όχι, θα ακολουθήσει από ’κει και πέρα τη δική της διαδρομή.
Το κακό με τον ελληνικό κινηματογράφο, ιδίως τον παλαιότερο, είναι πως ελάχιστα σάουντρακ έγιναν δίσκοι στην εποχή τους, ώστε να καταξιωθούν ως τέτοια, μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, έγιναν κάποιες προσπάθειες αργότερα, σε δεύτερο χρόνο, αλλά και πάλι το υλικό που έχει μείνει πίσω, κρυφό και άγνωστο, είναι ανεπίτρεπτα πολύ. Για να μην πολυλογούμε... ένα χαμένο κι ένα κερδισμένο ελληνικό σάουντρακ θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια και φυσικά οι αντίστοιχες ταινίες.
Η σεζόν 1973-74 ήταν σχεδόν κακή για τον ελληνικό κινηματογράφο – όχι η χειρότερη της ιστορίας του, αλλά μία από τις χειρότερες. Η τηλεόραση έχει επιβληθεί ως οικογενειακό θέαμα απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, με αποτέλεσμα οι ταινίες που γυρίζονται να είναι, πλέον, το 1/3 εκείνων που γυρίζονταν στα χρόνια της «μεγάλης δόξας», στο μέσο του ’60, με τις περισσότερες απ’ αυτές, τις συντριπτικά περισσότερες, να είναι ερωτικού περιεχομένου, αφορώντας, στην ουσία, ένα μικρό κομμάτι του κόσμου. 
Δύο απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής, ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).
Ο Ζερβουλάκος δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Όπως διαβάζουμε σ’ ένα μικρό βιογραφικό του, που υπάρχει στο βιβλιοnet: «Ο Γιώργος Ζερβουλάκος γεννήθηκε το 1933, στο Γεράκι της Λακωνίας. Έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μεγάλου μήκους: “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Το σπίτι της Ηδονής” (σ.σ. σπουδαία!), “Υποβρύχιο Παπανικολής”, “Λυσιστράτη” (σ.σ. έχουμε γράψει τα σχετικά εδώ στο LiFO.gr), “Το Σπίτι στους Βράχους”, “Γυμνοί στο Χιόνι”, “Το Γυμνό Κεντρί”, “Με τον Ορφέα τον Αύγουστο”. Έχει κάνει επίσης τις παραγωγές στις ταινίες “Άρης Βελουχιώτης: Το Δίλημμα” (σκ. Φώτος Λαμπρινός), “Ρεμπέτικο” και “Oh Babylon” (σκ. Κώστας Φέρρης) και “Ο Σταύρος Ξαρχάκος στα Μετέωρα” (σκ. João Correa). Έχει παράγει και σκηνοθετήσει πάνω από 200 πολιτικά, ιστορικά, κοινωνικά και τουριστικά ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση. Έχει γράψει τα βιβλία “Η Βασίλισσα των Τζιτζικιών” και “Εν Τριπόλει 1949”».
Και στις δύο αυτές ταινίες, τις «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», ο Ζερβουλάκος επιχείρησε να προσδώσει μία αισθητική οντότητα και απ’ αυτή την άποψη θα λέγαμε πως (οι ταινίες του) ξεχωρίζουν, μέσα στο πλαίσιο του «ρεαλιστικού κινηματογράφου» της εποχής. Γι’ αυτές ακριβώς τις ταινίες ο σημαντικός συνθέτης του «έντεχνου» Λίνος Κόκοτος θα ετοίμαζε δύο έξοχα σάουντρακ, ένα εκ των οποίων θα κυκλοφορούσε σε δίσκο βινυλίου πολλά χρόνια αργότερα. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Μιλώντας, κατά πρώτον, για τον Κόκοτο, οφείλουμε να πούμε πως αναφερόμαστε σ’ έναν από τους πιο αξιόλογους «έντεχνους» συνθέτες-τραγουδοποιούς μας, που θα εμφανίζονταν μετά το μέσο του ’60. Όλοι γνωρίζουν το πρώτο τραγούδι που δισκογράφησε, το περίφημο «Μικρό παιδί» (1966), σε στίχους Αργύρη Βεργόπουλου, με τον Γιώργο Ζωγράφο – τραγούδι που άνοιξε το δρόμο, στον Κόκοτο, προσφέροντας, περαιτέρω, μεγάλη ώθηση σ’ εκείνο που αποκαλούμε Νέο Κύμα.
Από πολύ νωρίς, σχεδόν από την αρχή της διαδρομής του (1967), ο Κόκοτος έρχεται σε επαφή με τον κινηματογράφο, καθώς μουσικές και τραγούδια του (ερμηνευμένα πάντα από τον Ζωγράφο) ακούγονται στην ενδιαφέρουσα κοινωνική ταινία «Ο Πουλημένος Άνθρωπος» του Παναγιώτη Κωνσταντίνου (που διέθετε, ανάμεσα σε άλλα, και ουσιαστικό γκέι ρόλο). Θα ακολουθούσαν μερικές ακόμη συνεργασίες του στο σινεμά (στην «Βαβυλωνία» π.χ. του Γιώργου Διζικιρίκη), πριν φθάσουμε στο 1974 και στα σάουντρακ για τις ταινίες του Ζερβουλάκου, που εδώ μας ενδιαφέρουν.
Ο Κόκοτος είχε δείξει από το ξεκίνημά του, φυσικά, τις δικές του συνθετικές ποιότητες. Πηγαίος μελωδός, καταγράφει στίγμα διακριτό από πολύ νωρίς. Πολλά από τα τραγούδια του χαρακτηρίζονται από μια αίσθηση... θαλασσινής αύρας, παρότι ο ίδιος δεν είναι θαλασσινός (αφού είναι γεννημένος στο Αγρίνιο, το 1945), εκπέμποντας μια αμεσότητα και μια οικειότητα, που τα κάνει αμέσως αγαπητά. Ο πρώτος μεγάλος δίσκος του, οι περίφημες «Ώρες» [Lyra, 1969], είναι ένας από τους κορυφαίους του «έντεχνου» τραγουδιού μας, μέσα στις εποχές και τις δεκαετίες, ενώ ακόμη και οι πιο πρόσφατες ηχογραφήσεις του είναι άξιες λόγου κι έχουν πράγματα να πουν.
Με αυτά τα φυσικά και τεχνικά προσόντα, ο Λίνος Κόκοτος δεν θα ήταν δύσκολο να διαπρέψει και στο χώρο της κινηματογραφικής μουσικής – κάτι που συμβαίνει, βασικά, αλλά όχι μόνο, μ’ αυτά τα δύο σάουντρακ των ταινιών του Γιώργου Ζερβουλάκου.
Δύο απ’ αυτές τις ταινίες, ερωτικές φυσικά και από τις πιο αξιοπρεπείς της εποχής, ήταν και οι «Σπίτι στους Βράχους» και «Γυμνοί στο Χιόνι», σκηνοθετημένες αμφότερες από τον Γιώργο Ζερβουλάκο (1933-2023).. 

Η συνέχεια εδώ...