Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

BOSSA NOVA το άστρο της βραζιλιάνικης μουσικής στα sixties

Οι θεματικές εκδόσεις της Soul Jazz έχουν, συνήθως, ένα νόημα που ξεφεύγει του προφανούς. Πιάνουν το ζητούμενο όσο καλύτερα γίνεται στο πλαίσιο μιας επίτομης καταγραφής της (μουσικής) ιστορίας, δίνοντας συγχρόνως το ερέθισμα (σε όσους ενδιαφέρονται) για ένα ευρύτερο ψάξιμο (δισκογραφικό, πολιτικοκοινωνικό ή ό,τι άλλο). Περαιτέρω, τις εκδόσεις (LP/CD και βιβλία/λευκώματα) τις χαρακτηρίζει και ουσία, όσον αφορά στις ηχητικές επιλογές (και τον υπομνηματισμό τους), όπως και φινέτσα, που σχετίζεται με τις αποτυπώσεις των εξωφύλλων και την διήγηση, μέσω αυτών, της σχετικής ιστορίας.
Η πρώτη από τις δύο κυκλοφορίες που τώρα με απασχολεί είναι η “Bossa Nova/ Bossa nova and the rise of brazilian music in the 1960s” [SJR CD239, 2011], ένα διπλό CD με 34 επιλογές και 76σέλιδο booklet, περιέχον κείμενα και φωτογραφίες, το οποίο επιμελήθηκε ο Stuart Baker.
«Στα τέλη του ’50 η bossa nova γεννήθηκε στη Βραζιλία, πίσω από τις πανέμορφες ακτές του Rio de Janeiro, στις συνοικίες Copacabana, Ipanema και Leblon. Το σλόγκαν του νέου πρόεδρου Juscelino Kubitschek (σ.σ. ανέλαβε την 31/1/1956 και για μια 5ετία) ‘50 χρόνια ανάπτυξης μέσα σε πέντε’ έφερε την ταχεία εκβιομηχάνιση της χώρας, καθιστώντας την μέσο για την προώθησή της στον ‘πρώτο κόσμο’ και μακρυά πια από τον ‘τρίτο’» γράφει ο Baker στην εισαγωγή, αν και θα πρέπει να σημειώσω πως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα, αφού οι υποτιμήσεις του cruzeiro ήταν συνεχείς, η χώρα έβαινε χρεωμένη κάτω από τις αλόγιστες δαπάνες και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, η διαφθορά ήταν στην ημερησία διάταξη, ενώ η φτώχεια, όπως και το χάσμα ανάμεσα στις τάξεις αυξανόταν με όλο και μεγαλύτερο ρυθμό.
Η bossa nova ξεπηδώντας μέσα απ’ αυτό το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον, κατ’ ουσίαν εξέφρασε την ελπίδα για μια καλυτέρευση της ζωής (ασχέτως αν, εν τέλει, η καλυτέρευση αφορούσε στους λίγους, όπως συμβαίνει συνήθως) και ουσιαστικώς έδωσε ό,τι είχε να δώσει μέχρι το 1964 (συμβολικώς μέχρι την πρωταπριλιά του ’64, όταν την εξουσία ανέλαβε ο Στρατός).
Φυσικά, τούτο δε σημαίνει πως μετά το ’64 δεν γράφτηκαν ωραία τραγούδια και ορχηστρικά, αλλά το αισθητικό πλέγμα της bossa nova είχε ήδη ολοκληρωθεί, αφήνοντας το πάτημά του στην ανερχόμενη MPB (Musica Popular Brasileira) και τον ίσκιο του στην ετοιμαζόμενη tropicalia (με τη σαφή αντι-bossa στάση).
Η bossa nova, η βαθιά ρίζα της οποίας υπήρξε η samba, η αφρο-βραζιλιάνικη μουσική της χώρας (δημοφιλέστατη στα χρόνια του ’30 και του ’40), χρωστά επίσης πολλά και στις ηχητικές ανταλλαγές που συνέβαιναν την ίδιαν εποχή, αλλά και στα χρόνια του ’50, ανάμεσα στη Βραζιλία και τις ΗΠΑ. Έτσι, ο ρόλος της Carmen Miranda από τη μια μεριά στην εξοικείωση του αμερικανικού κοινού (και, εννοείται, των μουσικών) με τη samba υπήρξε οπωσδήποτε καθοριστικός (ο Baker γράφει πως το 1946 η Miranda ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη σταρ του Hollywood) και βεβαίως η… ιμπεριαλιστική τακτική των ΗΠΑ (του State Department), με τους αμειβομένους καλλιτέχνες που θα έφερναν την αμερικανική μουσική (δηλαδή την jazz) στα πέρατα του κόσμου, έδρασαν με αποφασιστικό τρόπο στην αισθητική συγκρότηση τού νέου είδους.
Στα τέλη των fifties, όπως σημειώνει και ο Baker, οι Nat King Cole, Ella Fitzgerald, Herbie Mann, Lena Horne και διάφοροι άλλοι είχαν επισκεφθεί για συναυλίες τη Βραζιλία.
Μπορεί, στις αρχές του ’60, πια, η bossa nova να είχε ήδη εκπονήσει τη γραμματική και το συντακτικό της, όμως ακόμη εξέλειπε η τυπική συσχέτισή της με την jazz.
Τούτο συνέβη τον Απρίλιο του 1962, όπως γνωρίζουν όλοι, όταν οι Stan Getz και Charlie Byrd κυκλοφόρησαν το “Jazz Samba” LP, διασκευάζοντας A.C. Jobim, Baden Powell και Ary Barroso, μετατρέποντας αυτομάτως την bossa nova σε παναμερικανικό και, γιατί όχι, παγκόσμιο είδος.
Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς (1962) ένα bossa κονσέρτο έλαβε χώρα στο Carnegie Hall στη Νέα Υόρκη, στο οποίο συμμετείχαν οι Joao Gilberto, A.C. Jobim, Sergio Mendes, Luiz Bonfa, Agostinho Dos Santos, Milton Banana, Carlos Lyra, Bola Sete, Roberto Menescal και άλλοι διάφοροι. Η επιτυχία του κονσέρτου ήταν τέτοια, ώστε επί της ουσίας εξανάγκασε τους Gilberto και Jobim (πιο μετά και τον Mendes) να παραμείνουν στις ΗΠΑ. Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Μάρτιο του ’64, όταν οι Stan Getz και Joao Gilberto ηχογραφούσαν το “Getz/Gilberto” [Verve], με την Astrud Gilberto να τραγουδά τα “The girl from Ipanema” και “Corcovado” η bossa nova ήταν ήδη… κατεστημένο (με την ωραία έννοια).
Μπορεί κάποια ψήγματα αυτής της σχέσης, της samba με την (cool) jazz, που διαμόρφωσαν την bossa, να μας πηγαίνουν πίσω στο χρόνο (στον Garoto π.χ. και τις πενιές του στα early fifties ή ακόμη και στους Agostinho Dos Santos, Laurindo Almeida και Sylvia Telles), όμως το άλμπουμ εκείνο που πρότεινε το νέο στυλ ήταν το “Cancao do Amor Demais” [Festa, 1958] της Elizete Cardoso, γραμμένο εξ ολοκλήρου από τους A.C. Jobim και Vinicius de Moraes (με τον Joao Gilberto στην κιθάρα). Στο εν λόγω LP ακουγόταν και το “Chega de saudade”, στην πρώτη του εκτέλεση, πριν το πάρει λίγους μήνες αργότερα ο Gilberto και το μετατρέψει σε hit.
Σύνθεση του Gilberto ήταν ακόμη και το “Bim bom”, που θεωρείται ως το πρώτο bossa nova τραγούδι, αφού συνετέθη το 1956 (δισκογραφήθηκε τον Ιούλιο του ’58, για το άλμπουμ του στην Odeon “Chega de Saudade”). 
Έτσι, ακολουθώντας την επιτυχία του Gilberto, οι πρώτες μικρές ομάδες και τα πρώτα ονόματα θα έσκαγαν με το καλημέρα (ή σχεδόν με το καλημέρα). Ανάμεσά τους οι Dom Um Romao’s Copa 7 και Tamba Trio και βεβαίως οι Roberto Menescal, Carlos Lyra, Nara Leao και Jorge Ben, ενώ τις μεγάλες εταιρίες που έδιναν ώθηση στην κίνηση (την Odeon και τη Philips βασικά), ακολουθούσαν οι ανεξάρτητες μικρότερες RGE, Elenco κ.ά. Η έκρηξη υπήρξε παροιμιώδης και στο μέτρο του εφικτού επιχειρεί να την περιγράψει η Soul Jazz με τις 34 επιλογές της.
Παρ’ ότι λοιπόν τα tracks είναι ανοικτά, ξεκινώντας χρονολογικώς από το 1963 και φθάνοντας έως το 1970 (εγώ θα προτιμούσα, ας πούμε, να ξεκινούσαν από το 1958 και να έφθαναν μέχρι το 1964) το αποτέλεσμα είναι αξιοπρόσεκτο, υπό την έννοια ότι δεν παρακολουθούμε μόνο κάποιες σχετικώς πρώιμες bossa ηχογραφήσεις (τους Tamba Trio στο “Mas, que nada!” του Jorge Ben, το έξοχο “Faca como eu” με τον Miltinho, τον ίδιον τον Jorge Ben στο “Rosa, menina Rosa”), παρατηρούμε και τη διάχυση της bossa μέσα στην MPB (το “Menimo das laranjas” με την Elis Regina, το “Jogo de Roda” με τον Edu Lobo), στις παρυφές της tropicalia (το “Viramundo” του Gilberto Gil από το “Louvacao” στην Philips, το 1967), στο folk (το “Ye-mele” με την Maria Bethania), ακόμη και στην pop-psych (τα “Ponteio” και “Aguaverde” με τον Edu Lobo). Όσον αφορά στις πιο καθαρόαιμες μπόσες υπάρχουν κι εκεί ορισμένες… ανατριχιαστικές, όπως ας πούμε η “Samba blim” με τους Tamba 4, από το φερώνυμο άλμπουμ τους στην A&M/CTI το 1969, ή το ούτε 2λεπτο “Adriana” με την Wanda Sa από το “Vagamente” [RGE, 1964].
Ένα δεύτερο CD (της Soul Jazz) που επικεντρώνεται κι αυτό, από άλλη σκοπιά, στο θέμα είναι το “Brazil Bossa Beat!, Bossa Nova and the Story of Elenco Records, Brazil” [SJR CD242, 2011].
Η Elenco, όπως προανέφερα, ήταν μία από τις μικρές εταιρίες της εποχής (άλλες ήταν η RGE, η Farroupilha, η Forma…), οι οποίες στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις το νέο ήχο, προβάλλοντας, συχνά, ολοκληρωμένες αισθητικές προτάσεις, που ξεπερνούσαν αυτό καθ’ αυτό το ακουστικό κομμάτι, αφορώντας στα γενικότερα σημεία της παραγωγής, στα εξώφυλλα κ.λπ. Ίσως δε η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εντελώς ανεξάρτητης ετικέτας, με σαφή άποψη για το κάθε τι, να είναι εκείνη της Elenco. Αρκεί να δει κανείς μόνον τα εξώφυλλά της, πατώντας τον τίτλο της στο search τού popsike.com ας πούμε, ή ξεφυλλίζοντας το section “cover art of Elenco Records” στο booklet του CD της Soul Jazz, προκειμένου ν’ αντιληφθεί για το τι ακριβώς συζητάμε.
 Ο Cesar G. Villela εκμεταλλευόμενος επί της ουσίας ένα μόλις χρώμα (το κόκκινο) δημιουργούσε αυτά τα πολύ ιδιότροπα σχέδια, παρέχοντας στην bossa nova ένα γραφιστικό πλάνο, το οποίον εξέπεμπε – μέσω των περίτεχνων συνθέσεων, των απαλών μαύρων γραμμών πάνω στο άσπρο – την ευγένεια, την ελαφρότητα και την καλλιτεχνική αξία του συγκεκριμένου ήχου.
Η Elenco ιδρύθηκε στο Rio de Janeiro το 1963 από τον Aloysio de Oliveira, έναν διακεκριμένο τραγουδιστή, στιχουργό και ηθοποιό, με μακρόχρονη καριέρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέλος των Bando de Lua, του backing group της Carmen Mirnada, o Oliveira θα επιστρέψει στο Rio μετά το θάνατο της τελευταίας το 1955, δουλεύοντας ως A&R man για την τοπική Odeon. Έχοντας συμβάλλει, από τη συγκεκριμένη θέση, στη γέννηση της bossa, μέσα από τη συνεργασία του με τους Gilberto, Jobim και Moraes, ο Oliveira διαπιστώνει συν τω χρόνω πως τα major labels (η Odeon και η Philips) δύσκολα αντιλαμβάνονται το βάθος και τις επεκτάσεις του bossa ήχου, ή, εν πάση περιπτώσει, του ήχου που εκείνος είχε στο μυαλό του, αποφασίζοντας έτσι να δημιουργήσει ένα καινούριο label. Με τη στήριξη των φίλων του, λοιπόν, ο Oliveira καταφέρνει, μέσα σε τρία χρόνια, να κτίσει ένα μοναδικό κατάλογο περίπου 60 κυκλοφοριών, παρουσιάζοντας άλμπουμ των Nara Leao, Sylvia Telles, Antonio Carlos Jobim & Sergio Mendes, Roberto de Menescal, Sergio Ricardo, MPB4, Quarteto Em Cy, Baden Powell, Lucio Alves, Maysa, Dorival Caymmi κ.ά., αποσπάσματα εκ των οποίων ακούμε στο είκοσι τριών tracks CD της Soul Jazz.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “Resolucao” των Edu Lobo και Tamba Trio από το 1965 και αυτομάτως παίρνεις γραμμή για το ευρύτερο bossa πλάνο (εδώ ένα jazz trio αναλαμβάνει καθήκοντα) των παραγωγών του Oliveira. Το έξοχο γυναικείο φωνητικό Quarteto Em Cy σχηματίστηκε το 1959. Κάποια στιγμή ο Vinicius de Moraes συστήνει την ομάδα στον Oliveira, κι αυτός αρχίζει να κυκλοφορεί, στην Elenco, το ένα άλμπουμ τους μετά το άλλο (αν και το πρώτο τους LP βγήκε στη Forma το 1964). Το “O canto de Ossanha” που ακούμε εδώ υπάρχει στο φερώνυμο LP τους στην Elenco από το 1966, ενώ το “Amaralina” (και όχι “Amoralina”) κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά σε 45άρι. Ακούγονται οι Cyva, Cynara, Cybele και Regina Werneck (ή Cyregina), πάνω από τις ενορχηστρώσεις των Oscar Castro Neves και Ugo Marotta. Μένω, ακόμη, στα κομμάτια με το άπιαστο vocal γκρουπ MPB4 (“Beco do mota”, “Cravo e canela”, “Sentinela”), καθώς και στην εκτέλεση του “Berimbau” (1963) από τους Vinicius de Moraes και Odette Lara.
Τo 1967 o Oliveira πουλάει την Elenco στην Philips και η ιστορία κάπου τελειώνει· αν και κάτω από την “Elenco” ετικέτα εξακολουθούσε να εμφανίζονται δίσκοι, ηχογραφημένοι στη Βραζιλία ή ακόμη και στις ΗΠΑ. Ένας τέτοιος ήταν και το “Sergio Mendes presents Edu Lobo” [A&M, 1970]. Από εδώ και το απίθανο “Zanzibar”, που ακούμε και στη συλλογή της Soul Jazz…

2 σχόλια:

  1. η εκτέλεση του Tudo Que Voce Podia Ser (σύνθεση Milton Nascimento και Lo Borges) από το Quarteto Em Cy - http://youtu.be/p5yHKN65-Kg είναι από τα ομορφότερα τραγούδια που έχω ακούσει από αυτή την ευλογημένη χώρα... (και σε ένα δίκαιο κόσμο αυτό σου το ποστ θα έπρεπε να είχε περισσότερα σχόλια από τους Metro Decay...) - καλό απόγευμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή