Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

LARRY CORYELL (1943-2017)

Ο Larry Coryell, που πέθανε προχθές στα 74 χρόνια του, ήταν/είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου κιθαρίστες και γι’ αυτό θα γράψω τώρα λίγα λόγια – από ουσιαστική και όχι τυπική υποχρέωση.
Δεν θυμάμαι πού διάβασα για πρώτη φορά ή ποιος μου μίλησε για τον Larry Coryell, εκεί στις αρχές των eighties. Μάλλον κανείς. Μάλλον τυχαίως είχα αγοράσει –παρασυρόμενος από τι άραγε;– το πρώτο LP του που έπεσε ποτέ στα χέρια μου, αλλά όχι πρώτο δικό του, το “Introducing the Eleventh House” [Vanguard VSD 79342], που είχε κυκλοφορήσει το 1974. Θυμάμαι, ακόμη, πως είχα πάθει πλάκα με το παίξιμό του στην κιθάρα, που κάποιες φορές δεν το ξεχώριζες από τα σύνθια του Mike Mandel ή την τρομπέτα του Randy Brecker, μίλια μακριά απ’ ό,τι είχα μέχρι τότε (και αργότερα!) ακούσει. 
Αν και ο ήχος τού άλμπουμ –και το λέω τώρα αυτό– ήταν ελαφρώς «γυαλισμένος», οι συνθέσεις και τα παιξίματα ήταν φοβερά, καθώς κομμάτια όπως το “Birdfingers” ή το “Yin” (που ήταν σύνθεση του Wolfgang Dauner από την εποχή των Et Cetera – από τους οποίους είχε περάσει και ο Coryell) σου έπαιρναν αμέσως το σκαλπ. Η line-up; Απλώς… άπαιχτη. Με τη σειρά, και έτσι όπως τους βλέπετε (από αριστερά) στη φωτογραφία από το back cover: Randy Brecker τρομπέτα, Alphonse Mouzon κρουστά, Larry Coryell κιθάρες, Mike Mandel πιάνο, σύνθια και Danny Trifan μπάσο – οι μεγάλοι Eleventh House, που όρισαν, και αυτοί, το jazz-rock, και που έφτιαξαν στην πορεία και άλλα καλά άλμπουμ εκεί προς τα mid-seventies.
Κάποια στιγμή στα μέσα των eighties, καθώς δεν μου είχε φύγει η κάψα για το καλό jazz-rock, εντόπισα μερικά ελληνικής κοπής άλμπουμ του Larry Coryell, που μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Όχι μόνο γιατί είχαν γαμιστερές μουσικές (κοινώς αριστουργήματα του rock και του fusion), αλλά και γιατί τα βινύλια ήταν ελληνικής κοπής («ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ» διάβαζες στο κάτω μέρος του label με… μικρά κεφαλαία γράμματα), χωμένα μέσα σε χοντρά αμερικάνικα εξώφυλλα.
Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς «κόπηκαν» τα συγκεκριμένα LP στην Ελλάδα. Κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές των seventies, ή πιο μετά, και μάλλον πρέπει να είχε βάλει το χεράκι του ο Τάσος Φαληρέας. (Κάτι πρέπει να είχα διαβάσει παλαιά γι’ αυτό, αλλά τώρα αποκλείεται να το βρω). Και δεν είχε «κοπεί» μόνο Larry Coryell, αλλά και άλλα LP της Vanguard, όπως το σπαρακτικό “War War War” του Country Joe McDonald, το “Red Buddha”του Stomu Yamashta και μερικά ακόμη (δεν τα θυμάμαι όλα τώρα), τα οποία γενικώς (για να μην πω και ειδικώς) απουσιάζουν από το discogs.
Και όσον αφορά στον Larry Coryell μιλάμε για τα ασύλληπτα LP του από τα late sixties-early seventies, όπως το “Coryell” του 1969, το “At the Village Gate” του 1971, το “Offering” του ’72 και δεν ξέρω ποια άλλα ακόμη.
Λέμε για δισκάρες, για φοβερά κιθαριστικά άλμπουμ, για ιστορικές line-ups (Bernard Purdie ντραμς, Ron Carter μπάσο, Jim Pepper φλάουτο, Steve Marcus σαξόφωνα κ.λπ.) και βεβαίως για tracks [όπως το “Sex” ή το “Jam with Albert (Stinson)” από το “Coryell”], που σπάνε κόκκαλα σχεδόν 50 χρόνια αργότερα.
"ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ"
Ήταν η εποχή, όταν ο Coryell είχε το status ενός Jimi Hendrix (εντάξει, πιο κάτω…) κάνοντας ακόμη κι εκείνον τον Eric Clapton να δηλώνει στον Frank Kofsky:
“Larry Coryell… he plays a lot of runs about the same as I play. You know, his simple ones. I can’t play all those things that he does, but he can play the things that I do. And he does.
Από το “The Rock Giants/ jazz & pop” [World Publishing, 1970]
Φυσικά, ο Coryell είχε ξεκινήσει νωρίτερα να παίζει κιθάρα – σε δίσκους άλλων, όπως στο “The Dealer” [Impulse!, 1966] του Chico Hamilton ή στο “Nine Flags” [Impulse!, 1966] του Chico O'Farrill, κάνοντας αισθητή την παρουσία του και ως μέλος των Free Spirits, ενός από τα καλύτερα νεοϋορκέζικα ροκ γκρουπ της εποχής. 
Όπως είχαμε γράψει και παλιότερα, για το μοναδικό LP τους, το “Out of Sight and Sound” [ABC S-593, 1967]:
Το άλμπουμ των Free Spirits είναι ηχογραφημένο στο New Jersey, στο τέλος του 1966, από τον Rudy Van Gelder, σε παραγωγή του Bob Thiele. Γενικώς, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα ψυχεδελικό άλμπουμ, ενταγμένο περισσότερο (δηλαδή απολύτως) στο rock στρατόπεδο, παρά στο jazz. Pop, με την ευρύτερη έννοια, τραγούδια συντάσσουν τα Ελεύθερα Πνεύματα, τα οποία (τραγούδια) στην πορεία λαμβάνουν περίεργες διαστάσεις – κάτι που μπορεί να αναζητηθεί, με σιγουριά, στις προσωπικότητες των μουσικών που τους αποτελούσαν (Larry Coryell lead κιθάρα, σιτάρ, φωνή, Columbus Baker ρυθμική κιθάρα, Chris Hills μπάσο, Jim Pepper τενόρο, φλάουτο, Bob Moses ντραμς). Αλλοιωμένοι blues ρυθμοί, αρμονικά φωνητικά, προσεγμένη και όχι μπρούτα garage αισθητική, και βεβαίως τα πνευστά του Pepper να μετατοπίζουν, συχνά, το κέντρο βάρους προς πιο τζαζ καταστάσεις (“Cosmic daddy dancer”, “Storm”). Έτσι ανοίγει το jazz-rock κεφάλαιο...
Μνημειώδεις είναι επίσης, από εκείνη την περίοδο, οι παρουσίες του Larry Coryell σε άλμπουμ τρίτων, όπως στο “Memphis Underground” [Atlantic, 1969] του Herbie Mann ή στα έξοχα άλμπουμ του Steve Marcus, ενώ από την προσωπική, πια, δισκογραφία του δεν γίνεται να λησμονηθούν LP, όπως το “Spaces” [Vanguard, 1970] για παράδειγμα, μαζί με τους John McLaughlin κιθάρα, Chick Corea ηλεκτρικό πιάνο, Miroslav Vitous μπάσο και Billy Cobham ντραμς. Αντιλαμβάνεστε, προφανώς, το βάρος των ονομάτων…
Προς τα τέλη του ’70 ο Larry Coryell τακίμιασε με πολλούς μουσικούς (Philip Catherine, John Scofield, Stephane Grappelli, Chet Baker, Michael Urbaniak, Biréli Lagrène…), ψάχνοντας, πάντα, τα πολλαπλά επίπεδα του fusion, προσφέροντας καλούς δίσκους μέσα στο πνεύμα τής εκάστοτε εποχής.
Θυμάμαι, δε, πως τον παρακολουθούσα και στην εποχή του Jazz & Τζαζ, γράφοντας κείμενα για διάφορα άλμπουμ του, όπως π.χ. για το “Spaces Revisited” [Shanachie, 1997].
O Larry Coryell (δεξιά), με τον Γιώργο Φακανά 
(πηγή: www.fakanas.gr)
Ο Larry Coryell είχε επισκεφθεί τουλάχιστον μία φορά την Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 2007, όταν βρέθηκε στο Αθηνά Live του Γιώργου Φακανά (22-24/2), μαζί με τους Victor Bailey και Lenny White, για live και σεμινάρια.

1 σχόλιο:

  1. Σπουδαίος μουσικός, άφησε σημαντικό αποτύπωμα στη μουσική του 20ού αιώνα. Αν ήταν να διαλέξω μόνο έναν δίσκο του για να τον απολαμβάνω στο έρημο νησί που θα είχα ναυαγήσει ξεχασμένος από τον υπόλοιπο κόσμο, αυτός θα ήταν το Barefoot Boy. Κατά την προσωπική μου γνώμη, ότι πιο κοντινό στην ιδιοφυία του Μάιλς Ντέιβις και του Τζον Κολτρέην που έχει κυκλοφορήσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή