Τρίτη 12 Απριλίου 2011

BLUES ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ… ΑΤΟΠΗΜΑΤΑ

Ο James Cotton ζει. Και δεν το λέω επειδή είναι, απλώς, 75 στα 76, αλλά γιατί βγαίνει σώος (να είναι καλά ο άνθρωπος) από μια μάχη με τον καρκίνο (του λάρυγγα), την οποία δίνει από τα μέσα του ’90. Φυσικά, πια, δεν τραγουδά, εξακολουθεί όμως να φυσά με τέχνη τη φυσαρμόνικά του, βρίσκοντας τη δύναμη να συνεχίζει και στη δισκογραφία. Τελευταία του δουλειά το άλμπουμ “Giant” [Alligator, 2010], το οποίο και σηματοδοτεί την επανεμφάνισή του στην ετικέτα από το Σικάγο· αν δεν κάνω κάποιο σοβαρό λάθος η τελευταία φορά που έγραψε εκεί ήταν το 1990, για τις ανάγκες του “Harp Attack!”, μετά των Carey Bell, Juniors Wells και Billy Branch. Έτσι, όταν ανοίγει το νέο του CD με το κλασικό («κλασικό» γιατί το είπε η Joplin στο “Pearl”) “Buried alive in the blues” του Nick Gravenites είναι σαν να ξορκίζει το… χειρότερο. Σαν να λέει δηλαδή: «Ναι, θαμμένος είμαι και μάλιστα ζωντανός, αν και στο blues μόνο». Με τραγούδια παλιά και καινούρια, κάποια του Muddy Waters και με το άλμπουμ αφιερωμένο στη μνήμη της Koko Taylor, ο James Cotton παραδίδει μία ωραία δουλειά, παίρνοντας πολύτιμες βοήθειες από τους Slam Allen φωνή, κιθάρα, Tom Holland κιθάρα, φωνή, Noel Neal μπάσο, Kenny Neal, Jr. ντραμς. Από τις… αποδοτικότερες στιγμές το ορχηστρικό jump “With the quickness”, αλλά και το επίσης «ήσυχο» ορχηστρικό “Blues for Koko”, αμφότερα δικές του συνθέσεις. Στο Yellowbird, το προχωρημένο label της Enja, έσκασε μύτη πριν από κάποιους μήνες ένα, μάλλον, απρόσμενο άλμπουμ. Ο τίτλος του; “Electric Willie, A tribute to Willie Dixon”. To άλμπουμ υπογράφεται από τους Elliott Sharp κιθάρες, Henry Kaiser κιθάρες, Eric Mingus φωνητικά, Queen Esther φωνητικά, Glenn Phillips κιθάρες, Melvin Gibbs μπάσο, Lance Carter ντραμς και αποτελεί μία… γενναία περίπτωση «φόρου τιμής», στον mega blues composer, από μια ομάδα με τεράστιες περγαμηνές στο παλμαρέ της. Εν ολίγοις, μιλώντας για τους Sharp και Kaiser, δεν θα ήταν λάθος αν υποστήριζα την πρωτοκαθεδρία τους στον κιθαριστικό αυτοσχεδιασμό, την τελευταία 30ετία, ο Eric Mingus είναι ο γιος του Charles Mingus αναγνωρισμένος μπασίστας και τραγουδιστής, η Queen Esther είναι και αυτή «κομμάτι» της νεοϋορκέζικης avant κ.λπ., κ.λπ. Αναφερόμαστε δηλαδή σε μουσικούς με προφανή ιστορία, που καταπιάνονται μ’ ένα αναγνωρισμένο (ή λιγότερο…) υλικό, φέρνοντάς το, φυσικά, στα μέτρα τους. Δεν πρόκειται, απλώς, για το γεγονός ότι τα tracks που επιλέγεται να διασκευαστούν δεν είναι, συχνά, από τα πλέον προφανή – π.χ. το εισαγωγικό “Which came first” προέρχεται από μία συνεργασία του Dixon με τον Ry Cooder στο άλμπουμ “The Slide Area” του δεύτερου, από το 1982, ενώ το φοβερό “Eternity” από το “Live” των Bob Weir και Rob Wasserman, που βγήκε το 1998 –, είναι και ο τρόπος αναπροσαρμογής τους, που διατηρεί όλα τα στοιχεία του μεγάλου συνθέτη, τους στιβαρούς ρυθμούς, σχεδόν πάντα τις κλασικές αρμονίες, επί των οποίων σπέρνονται τα απολύτως solid soli των κιθαριστών, και βεβαίως τα παθιασμένα φωνητικά των ερμηνευτών. Μπορεί το παίξιμο να είναι, ορισμένες φορές, και κατά τόπους, διαστρεβλωτικό, ποτέ όμως εκείνο δεν εξελίσσεται σε αυτάρεσκο, ακόμη και στα μεγαλύτερης διάρκειας κομμάτια, τα 11λεπτα “Backdoor man” (Howlin’ Wolf, 1961) και “The same thing” (Muddy Waters, 1964). Είναι φανερό. Ο Sharp, που είναι και ο παραγωγός του άλμπουμ, είχε κατά νου τον ήχο των κορυφαίων psych blues LPs “Electric Mud” [Cadet, 1968] του Muddy Waters και “This is Howlin’ Wolf’s New Album” [Cadet, 1969], έναν ήχο δηλαδή, που οφειλόταν, βασικά, στον μεγάλο, αλλά υποτιμημένο αφρο-αμερικανό κιθαριστή Pete Cosey (μέλος του AACM, killer sessions στην electric-Miles period κ.λπ.). Με το “Electric Willie”, 40 χρόνια μετά, σαν να συμπληρώνεται η τριάδα… Προσπαθώ να θυμηθώ ποια ήταν το τελευταίο (εννοώ το πιο πρόσφατο) άλμπουμ του Charlie Musselwhite που έχω ακούσει. Ανέτρεξα στη «σιντοθήκη» και με κόπο βρήκα πως αυτό αφορούσε σε μια “Deluxe Edition” της Alligator από το 2005, με επιλογές από τους δίσκους του εκεί (είχε τουλάχιστον τρεις έως τότε). Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να βρω το “Sanctuary” (2004) στη Real World (που διάολο πήγε;). Το “The Well” (2010) αποτυπώνει την επανεμφάνιση του κορυφαίου αρμονικίστα στην Alligator και μαζί ένα πλήρες τραγουδοποιητικό έργο (ok, υπάρχουν και instros), το οποίον αποδεικνύει πως ο 67χρονος μουσικός, ακόμη καλά κρατιέται. Ο Musselwhite, που εκτός από φυσαρμόνικα, παίζει ολίγες κιθάρες και τραγουδά, συνοδεύεται στο «Πηγάδι» από τον Dave Gonzales κιθάρες, τον John Bazz μπάσο, τον Stephen Hodges ντραμς και την κυρία Mavis Staples, η οποία τραγουδά στο “Sad and beautiful world”. Οι φόρμες κλασικές, με τον Musselwhite να μετέρχεται όργανα και να διαμορφώνει παιξίματα, τα οποία παραπέμπουν όχι μόνο στη δική του πλούσια καριέρα, αλλά και στη… φυσητή-ρουφηχτή blues history, την ώρα κατά την οποίαν τα λόγια του πιάνονται από το μικρό ή το μεγάλο γεγονός, και μάλιστα με φιλοσοφική διάθεση. Κορυφαίο το φερώνυμο κομμάτι, το οποίον αναφέρεται στην περίπτωση της μπέμπας Jessica McClure, που έπεσε σ’ ένα πηγάδι, κάπου στο Texas, το 1987, και που στάθηκε αφομή, ώστε να κόψει ο Charlie το ποτό (γιατί το… έτσουζε). Τι συνέβη στη ψυχή αυτού του ανθρώπου, επιχειρεί να μας το εξηγήσει το τραγούδι.
Εδώ, ένα πολύ ωραίο… private video…

11 σχόλια:

  1. Ωραίος δίσκος το Electric Willie αλλά σε καμία περίπτωση δεν φτάνει το επίπεδο των Electric Mud και Howlin' Wolf's New Album. Αλλωστε η τριάδα των τοπ psych blues άλμπουμ έχει συμπληρωθεί ήδη από το 1969 με το After the Rain του Muddy Waters, το οποίο αποτελεί τo τελευταίo μέρος στο Cadet concept με τους συγκεκριμένους μουσικούς (Pete Cosey, Phil Upchurch κ.τ.λ...) και είναι μάλλον ισάξιο με τα δύο προηγηθέντα.

    Κωνσταντίνος Θ.Π

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τώρα που ξαναδιαβάζω το κείμενο παρατηρώ πως, ίσως, να ήμουν λίγο υπερβολικός (είναι σωστή η επισήμανσή σου). Όταν, όμως, γράφεις για κάτι που σ’ ενθουσιάζει κάποιες φορές ξεφεύγεις… Και τούτο, όχι γιατί δεν αναφέρθηκα στο “After the Rain” (που είναι δυνατό άλμπουμ, αλλά κατώτερο, για μένα, από το “Electric Mud”), όσο γιατί είναι δεκάδες τα ψυχεδελικά blues LP (από μαύρους και λευκούς) στα late sixties, που χαίρουν τρανής εκτίμησης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το “Electric Willie” είναι ένα σημαντικότατο, «διαφορετικό», σημερινό blues άλμπουμ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. αν μπορεις φωντα για προτεινε μερικους καλους ψυχεδελικους μπλουζ δισκους-οσα σου ερχονται στο μυαλό και οσα θεωρεις απολυτως απαραιτητα.ευχαριστω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κάποια, με λίγη σκέψη, έτσι όπως μου έρχονταν (μπορεί και να έχω ξεχάσει το καλύτερο…). Είναι όλα μαύρα. Τα λευκά είναι άπειρα (που λέει ο λόγος):

    1. Earl Hooker: Don’t Have To Worry (Bluesway, 1969)
    2. Lightinin’ Hopkins: Free Form Patterns (International Artists, 1968)
    3. Walter “Shakey” Horton: Southern Comfort (Sire/London, 1968)
    4. Chuck Berry: Live at Fillmore Auditorium (Mercury, 1967)
    5. Otis Spann: Cracked Spanner Head (Deram, 1969)
    6. Buddy Guy: A Man and His Blues (Vanguard, 1968)
    7. Junior Wells: You’re Tuff Enough (Blue Rock, 1968)
    8. Albert King: Born Under a Bad Sign (Stax, 1967)
    9. James Cotton: Cotton in Your Ears (Verve, 1968)
    10. Big Joe Williams: Hand me Down My Old Walking Stick (World Pacific, 1969)

    Απ’ ό,τι είδα, εκ των υστέρων, όλα προέρχονται από την τριετία 1967-69. Τυχαίο; Κατ’ ουδένα λόγο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. οι δισκοι των electric flag αξιζουν?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Γκρουπάρα. Με το OST “The Trip” [Sidewalk, 1967] και το “A Long Time Comin'” [Columbia, 1968] καθαρίζεις. Μάλιστα, στη CD-έκδοση του δεύτερου υπάρχει και το “Sunny” ως bonus και δύο ανέκδοτα (τιμή στο ebay 3.77$).
    Το “Fine Jung Thing” είναι ένα από τα 4-5 κορυφαία instros στην ιστορία του rock. Άκουσέ το εδώ…

    http://www.youtube.com/watch?v=got_0L_RpKk

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Δύο ακόμα δίσκοι που θεωρώ ότι ανήκουν στα psych blues είναι το "Live Wire/Blues Power" (Stax 1968) του Albert King, καθώς και το "Strictly Personal" (Blue Thumb 1968) του Captain Beefheart & His Magic Band. Το δεύτερο είναι επηρεασμένο κυρίως από το στυλ του Howlin' Wolf και ακούγεται κάπως παράξενα σε αυτόν που δεν είναι εξοικιωμένος με την avant-garde του Καπετάνιου.

    Κωνσταντίνος Θ.Π

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. http://www.youtube.com/watch?v=VlfF7Wj3te0

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ακούγωντας το "Burglar" (RSO 1974) του Freddie King, παρατήρησα ότι παρουσιάζει μεγάλη ηχητική ομοιότητα με το "Born Under a Bad Sign", όσον αφορά το παίξιμο της κιθάρας και την προσθήκη των πνευστών. Αρκεί άραγε αυτή η ομοιότητα για να καταταχθεί και το προαναφερθέν στην κατηγορία των ψυχεδελικών;

    Αν ναι, τότε που ορίζεται η γραμμή διαχωρισμού από τα απλά ηλεκτρικά μπλουζ του Τέξας και του Σικάγου;
    Αν όχι, τότε γιατί κατατάσσεται και το "Born Under a Bad Sign" στα ψυχεδελικά και όχι στα electric Chicago blues ή στα soul blues (Memphis/Stax κ.λ.π);

    Κωνσταντίνος Θ.Π

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Για μένα, αυτό που λέμε ψυχεδέλεια στη μουσική είναι η διευθέτηση μιας καινούριας γλώσσας, που συνεπήρε όχι μόνο το rock, αλλά και την jazz και το folk και το blues και την country και την electronic music και την avant (και κάθε άλλο είδος) στο δεύτερο μισό του ’60· βασικά (βασικά λέω) στην Αμερική και τη Βρετανία. Υπό αυτό το πρίσμα, κι επειδή το “Born Under a Bad Sign” ανέδειξε ένα καινούριο blues συντακτικό, ανακατεύοντας με μαεστρία soul, παλαιότερα blues και rock στοιχεία, επηρεάζοντας με τον ήχο του πολλά απ’ όσα επακολούθησαν (και πρώτον απ’ όλους τον Hendrix – μην ξεχνάμε πως κάμποσα από τα τραγούδια τού άλμπουμ κυκλοφορούσαν σε 45άρια ήδη από το ’66), είναι για μένα κομβικό. (Αυτό δε σημαίνει πως «μεμονωμένες» περιπτώσεις δεν μπορεί να είναι ψυχεδελικές. Ξεκινάμε όμως από τους Beatles, τους Byrds, τους Pink Floyd, τον Hendrix και τους Jefferson Airplane ας πούμε, για να φτάσουμε και σ’ αυτούς που είναι «μια χαρά», αλλά δεν τους ξέρει η μάνα τους).
    Για μένα δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στα άλμπουμ που λες· με τον τρόπο που βλέπω το θέμα. Ο Freddie King υπήρξε μέγας στα early sixties, κάτι που φάνηκε λίγα χρόνια αργότερα όταν άρχισε να τον ξεπατικώνει ο Clapton, αλλά το 1974 ήταν πια τελειωμένη υπόθεση (καταλαβαίνεις πώς το λέω).
    Ψυχεδελική εποχή υπήρξε μία. Όλες τις υπόλοιπες… ανάλογες τις αποκαλούμε, εξάλλου, «αναβιώσεις».

    ΑπάντησηΔιαγραφή